- κάννα
- η1) тростник; 2) канна (декоративное растение); 3) см. κάννη
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάννα — κάννᾱ , κάννα fem nom/voc/acc dual κάννα fem nom/voc sg κάννᾱ , κάννα fem nom/voc/acc dual κάννᾱ , κάννα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek
κάννας — κάννᾱς , κάννα fem acc pl κάννᾱς , κάννα fem gen sg (doric aeolic) κάννᾱς , κάννα fem acc pl κάννᾱς , κάννα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνναι — κάννα fem nom/voc pl κάννᾱͅ , κάννα fem dat sg (doric aeolic) κάννα fem nom/voc pl κάννᾱͅ , κάννα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνναν — κάννα fem acc sg κάννᾱν , κάννα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνναις — κάννα fem dat pl κάννα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνναισι — κάννα fem dat pl (epic ionic aeolic) κάννα fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννης — κάννα fem gen sg (attic epic ionic) κάννα fem gen sg (attic epic ionic) κατανέω heap imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννάμενος — καννά̱μενος , κατά νάω flow pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννη — κάννα fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατανέω heap pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατανέω heap imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννην — κάννα fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)